σουβρικός

σουβρικός
ὁ, Α
είδος ενδύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. subrica < sub «υπό» + rica «κεφαλόδεσμος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σουβρίκιον — τὸ, Α (υποκορ. τού σουβρικός) καλύπτρα κεφαλής, τσεμπέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. subricula, υποκορ. τού subrica (πρβλ. σουβρικός)] …   Dictionary of Greek

  • σουβρικομαφόρτιον — τὸ, Α εξωτερικός πέπλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σουβρικός «είδος ενδύματος» + μαφόρτης «πέπλος»] …   Dictionary of Greek

  • σουβρικοπάλλιον — και δ. γρφ. σουρικοπάλλιον, τὸ, Α εξωτερική εσθήτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. subrica «σουβρικός» + pallium «επενδύτης»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”